- κρυστάλλιον
- κρυστάλλιον, τὸ (Α)βλ. κρυστάλλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρυστάλλιον — rock crystal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυστάλλια — κρυστάλλιον rock crystal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυστάλλι — το (Α κρυστάλλιον) κρύσταλλο νεοελλ. κρυστάλλινο αγγείο μσν. πάγος αρχ. το φυτό ψύλλιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυστάλλιον < κρύσταλλος] … Dictionary of Greek